- ὄψιες
- ὄψιςaspectfem nom/voc pl (epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κυανίτις — κυανῑτις, ίτιδος, ἡ (Α) αυτή που έχει χρώμα σκοτεινό με απόκλιση προς το κυανό («αἱ ὄψιες αἱ διεφθαρμέναι αὐτόμαται κυανίτιδες γιγνόμεναι», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + ῖτις (πρβλ. βαλαν ῖτις, καλαμ ῖτις)] … Dictionary of Greek